συνενώνω

συνενώνω
συνενῶ, -όω, ΝΜΑ [ἑνῶ, -ώνω]
ενώνω, συνδέω, συνάπτω
νεοελλ.
1. οδηγώ σε κοινή δράση ή διάθεση, οδηγώ σε ένωση («τα κόμματα τής αντιπολίτευσης συνενώθηκαν κατά τής κυβέρνησης στο θέμα αυτό»)
2. συσσωματώνω, συγκροτώ
αρχ.
(στη γραμματική) σχηματίζω σύνθετο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνενώνω — συνενώνω, συνένωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνενώνω — συνένωσα, συνενώθηκα, συνενωμένος, ενώνω δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα μαζί: Συνένωσαν τις δυνάμεις τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… …   Dictionary of Greek

  • συρράπτω — ΝΜΑ [ῥάπτω] 1. ράβω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, συνενώνω με ραφή («δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός», Ησίοδ.) 2. συνάπτω, συνδέω, συνενώνω («συρράπτω τα φύλλα χαρτιού») 3. συναρμολογώ από διάφορα τεμάχια, ιδίως συνθέτω σύγγραμμα παίρνοντας ύλη… …   Dictionary of Greek

  • αβδελλώνω — [αβδέλλα] 1. (για ζώα) καταπίνω βδέλλες μαζί με το νερό 2. συνενώνω με οδόντωση ή έλασμα δυο κομμάτια ξύλου ή μετάλλου …   Dictionary of Greek

  • αμματίζω — ἁμματίζω (Α) 1. δένω με κόμπο 2. συνενώνω, συναρμολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμμα. ΠΑΡ. αρχ. ἁμματισμός νεοελλ. αμμάτιση] …   Dictionary of Greek

  • ανακεράννυμι — ἀνακεράννυμι και ύω (Α) 1. κάνω ανάμιξη, ανακατώνω ξανά 2. συνδέω, ενώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κεράννυμι, ύω «αναμιγνύω, συνενώνω». ΠΑΡ. αρχ. ἀνάκρασις] …   Dictionary of Greek

  • ανταμώνω — [αντάμα] 1. συναντώ, συντυχαίνω κάποιον, σμίγω 2. (μτβ.) συνενώνω, συνδέω …   Dictionary of Greek

  • γιόγκα — Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας, κατά το οποίο, μαζί με τις θεωρητικές απόψεις, κατέχει πρωταρχική σπουδαιότητα η τεχνική για την κυριαρχία του πνεύματος και του σώματος. Ο όρος γ. προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη yuj,… …   Dictionary of Greek

  • διακολλώ — διακολῶ ( άω) (Α) 1. συγκολλώ, συνενώνω με κόλλα 2. συντάσσω με τέχνη, συνταιριάζω με τέχνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”